κτίσματος

κτίσματος
κτίσμα
colony
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ICHNOGRAPHIA — Graece Ι᾿χνογραφία, modulus dispositionis est futurae structurae, quae in plano prius deformabaturin charta aliqua aut membrana; unde postmodum formarum in solo areae descriptio capta, quam ὑπογραφὴν τοῦ κτίσματος vocabant. Succedebat Ο᾿ρθογραφία …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτυρία — Η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, ανατίθεσης ή παράπονου για ενέργειες ή παλείψεις βλαπτικές. (Νομ.) Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η εκδήλωση ενός ενδιαφερομένου, η οποία οφείλεται συχνά στη δημιουργία ή αλλοίωση μιας έννομης σχέσης, όπως, για… …   Dictionary of Greek

  • διαστύλιο — το (Α διαστύλιον) το διάστημα ανάμεσα στους κίονες ενός κτίσματος, μεσοστύλιον, μετακιόνιον …   Dictionary of Greek

  • εξωπέταστος — ἐξωπέταστος και ἐξωπέτακτος, ον (Μ) 1. (για κτίσμα ή μέλος κτίσματος) αυτός που σχηματίζει προεξοχή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξωπέταστον ο εξώστης …   Dictionary of Greek

  • εξωραϊστικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

  • καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • παραστάδα — η / παραστάς, άδος, ΝΑ αρχιτ. 1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση τού τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του 2. τετράγωνη κολόνα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”